- άβριστος
- η , ο необруганный;
τί τον αφήκες άβριστο; — почему ты его не отругал?
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τί τον αφήκες άβριστο; — почему ты его не отругал?
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άβριστος — η, ο εκείνος που δε βρίστηκε: Προτίμησε να φύγει και να τον αφήσει άβριστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)